αλαφροπουπουλένιος

αλαφροπουπουλένιος
-ια, -ιο [αλαφροπούπουλο]
1. αυτός που περιέχει αλαφροπούπουλα ή έχει γίνει από αυτά
2. ο ελαφρός στις κινήσεις του, ευκίνητος σαν πούπουλο («νεράιδα αλαφροπουπουλένια»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλαφροπούπουλο — το (περιλπτ.) ελαφριά πούπουλα, ελαφριά πτίλα, χνούδι τών φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + πούπουλο. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπουπουλένιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”